- υπερπηδησις
- ὑπερπήδησιςὑπερ-πήδησις-εως ἥ перескакивание Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπερπηδήσει — ὑπερπήδησις a leaping over fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερπηδήσεϊ , ὑπερπήδησις a leaping over fem dat sg (epic) ὑπερπήδησις a leaping over fem dat sg (attic ionic) ὑπερπηδάω leap over aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ὑπερπηδάω leap… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερπήδηση — η / ὑπερπήδησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπερπηδῶ] η ενέργεια τού υπερπηδώ, πήδημα πάνω από κάτι νεοελλ. 1. (ιδίως στη γυμναστική) πήδημα πάνω από ένα γυμναστικό όργανο με στήριξη μόνο τών χεριών σε αυτό ή και χωρίς καμιά στήριξη 2. μτφ. εξουδετέρωση,… … Dictionary of Greek
ὑπερπηδήσῃ — ὑπερπηδήσηι , ὑπερπήδησις a leaping over fem dat sg (epic) ὑπερπηδάω leap over aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ὑπερπηδάω leap over aor subj act 3rd sg (attic ionic) ὑπερπηδάω leap over fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ὑ̱περπηδήσῃ , ὑπερπηδάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)